θεόδματος

θεόδματος
θεόδμᾱτος, -α -ον (-ῳ, -ον, -ους; -α, -ας; -ον acc., -ων.)
a created by heaven

τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν O. 6.59

Ἀφροδίτα θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.10

χαῖρ' ὦ θεοδμάτα πόντου θύγατερ Delos fr. 33c.
b generally, heaven inspired divine

στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.7

θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ P. 1.61

εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11

νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον (Boeckh: θεόδμητον, -ετον codd. Prisciani: θεοδμάτων Bergk) fr. 35c.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεόδμητος — και θεοδόμητος, η, ο (Α θεόδμητος, δωρ. τ. θεόδματος, ον, θηλ. και θεοδμάτα) ο κτισμένος ή θεμελιωμένος από θεό («Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων», Σοφ.) νεοελλ. (για μονές ή ναούς) ο κτισμένος για προσκύνηση και λατρεία τού θεού αρχ. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”